- καταλειπτος
- κατάλειπτοςκατά-λειπτος2умащенный, натертый
(σμύρνῃ Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σμύρνῃ Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατάλειπτος — κατάλειπτος, ον (Α) [καταλείφω] αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ») … Dictionary of Greek
κατάλειπτος — anointed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)